αφάγωτος

αφάγωτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έφαγε, ο νηστικός: Κάθισε να φάει, γιατί ήταν αφάγωτος.
2. αυτός που δε φαγώθηκε: Βρήκε το φαγητό όπως το είχε αφήσει, αφάγωτο.
3. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν καταναλώθηκε: Αυτόν μην τον κλαις, έχει την προίκα αφάγωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφάγωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός 2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί 3. ακατάλληλος να φαγωθεί 4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί …   Dictionary of Greek

  • άβρωτος — ἄβρωτος, ον (Α) 1. ο ακατάλληλος για φάγωμα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρωτός < βιβρώσκω] …   Dictionary of Greek

  • αγευμάτιστος — η, ο [γευματίζω] αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος …   Dictionary of Greek

  • αμπούκωτος — η, ο [μπουκώνω] 1. αυτός που δεν μπουκώθηκε, δεν γέμισε το στόμα του με μπουκιές 2. αφάγωτος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”