- αφάγωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν έφαγε, ο νηστικός: Κάθισε να φάει, γιατί ήταν αφάγωτος.2. αυτός που δε φαγώθηκε: Βρήκε το φαγητό όπως το είχε αφήσει, αφάγωτο.3. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν καταναλώθηκε: Αυτόν μην τον κλαις, έχει την προίκα αφάγωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.